ΑΓΝΑΝΤΑ  (Φωτ.agnanta.com.gr)

 

 

  ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ...ΜΑΘΗΤΙΚΕΣ

 

 

 

  ΜΙΑ ΟΜΟΡΦΗ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

 

 

   Πλησίαζε η Πρωτομαγιά του 1961 κι όλη η παρέα – ο Πανταζής ο Τούμπουρος, ο Δημήτρης ο Τούμπουρος, ο Τάκης ο Κωστάκης, ο Χρήστος ο Σκανδάλης, ο Γιώργος ο Τσίτσας, ο υποφαινόμενος, (συμμαθητές στη Δ΄ τάξη του Γυμνασίου Αγνάντων), ο Χρήστος ο Παπαϊωάννου (της Ε΄ τάξης) και ο Σωτήρης ο Πεταλάς (της Γ΄ τάξης) – πήραμε τη μεγάλη απόφαση: Να γιορτάσουμε την Πρωτομαγιά στη λάκκα του… Ευταξία!
   Έτσι  από μέρες πριν αρχίσαμε την προετοιμασία, ώστε πρωί-πρωί, ανήμερα της Πρωτομαγιάς,  να μη μας λείπει τίποτα.
   Ανησυχούσαμε απ’ την παραμονή για την εξέλιξη του καιρού, καθώς ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος, αλλά με το ξημέρωμα τα σύννεφα είχαν διαλυθεί και μόνο μια αραιή ομίχλη πλανιόταν πάνω απ’ το χωριό κι απ΄τη γύρω περιοχή, που προμηνούσε μια όμορφη, ηλιόλουστη, ανοιξιάτικη μέρα.
   Συγκεντρωθήκαμε, λοιπόν, χαρούμενοι από νωρίς  στη γειτονιά με τ’ απαραίτητα: Τις δυο σούβλες με το κρέας, που μας είχε ετοιμάσει ο Κώστας ο Τούμπουρος, ο χασάπης και πατέρας του Πανταζή, την νταμιτζάνα με το  κρασί και τα ποτηράκια μας, τα κάρβουνα για το ψήσιμο, το ψωμί, το τυρί και τα βραστά αυγά, ένα μαχαιράκι και οπωσδήποτε τα σπίρτα για ν’ ανάψουμε τη φωτιά.
   Δεν ξεχάσαμε τη μπάλα με την τρόμπα και τα κολλητικά σύνεργα, αναγκαία σε περίπτωση που αυτή θα τρυπούσε. Οι μπάλες τότε δεν ήταν σαν τι σημερινές. Φουσκώναμε πρώτα καλά τη σαμπρέλα, δέναμε έπειτα σφιχτά με σπάγκο το λαιμό της και τελικά δέναμε το κορδόνι του εξωτερικού δερμάτινου περιβλήματος κι η μπάλα ήταν έτοιμη.

 

   

          Όλη  η  παρέα  στην  Καρυά.  Από αριστερά: Τάκης Κωστάκης, Σωτήρης Πεταλάς

          Χρήστος  Σκανδάλης,  Γιάννης  Κατσικογιώργος  (πίσω),  Πανταζής Τούμπουρος

          Δημήτρης  Τούμπουρος,  Χρήστος  Παππαϊωάννου  και  Γιώργος  Τσίτσας.

 

   Επί πλέον ο Πανταζής μας έφερε το ραδιόφωνο του σπιτιού του, ενώ εμείς είχαμε φροντίσει να προμηθευτούμε καινούριες μπαταρίες για ν΄ακούγεται δυνατά και καθαρά όλη μέρα.

   Ο Τάκης επίσης δεν ξέχασε να φέρει την κιθάρα του.
   Αφού κάναμε έλεγχο και διαπιστώσαμε πως δε μας έλειπε τίποτα, ξεκινήσαμε.
   Περάσαμε τα Παλιάμπελα και το νεκροταφείο και πριν απ’ τη Σπηλιά ανηφορίσαμε αριστερά προς τη λάκκα του Ευταξία.
   Φτάνοντας, η ομίχλη είχε πια διαλυθεί και ο ανοιξιάτικος ήλιος είχε ανέβει αρκετά.
   Πρώτη μας φροντίδα να μαζέψουμε ξερά χαμόκλαδα για να βοηθήσουμε τα κάρβουνα ν΄ανάψουν και να στήσουμε με πέτρες  σε μιαν άκρη της λάκκας την «ψησταριά» μας.
   Τα κάρβουνα μετά από αρκετή ώρα άναψαν, οι σούβλες μπήκαν στη θέση τους κι ένας-ένας από μας με τη σειρά τις φρόντιζε, ενώ οι άλλοι είχαν χωριστεί σε δυο ομάδες κι άρχισαν το ποδόσφαιρο.
   Το ραδιόφωνο πλάι στην ψησταριά σκόρπιζε στον αέρα όμορφες μελωδίες της εποχής.
   Δίπλα απ’ τη λάκκα, που παίζαμε, κατέβαινε απ΄το βουνό ανάμεσα στους πυκνούς, πράσινους θάμνους μουρμουρίζοντας ένα γάργαρο ρυάκι, που έσβηνε κατά διαστήματα τη δίψα μας και μας αναζωογονούσε.
   Το παιχνίδι συνεχίστηκε ως το μεσημέρι, όταν οι σούβλες, έτοιμες πια, βγήκαν απ’ τη φωτιά και στήθηκαν όρθιες για να κρυώσουν.

 

              

                      Έξω  από  το σπίτι του Βασίλη Αηδόνη  στην Καρυά.  Από  αριστερά:           

                      Γιάννης Κατσικογιώργος,  Δημήτρης Τούμπουρος ,  Γιώργος  Τσίτσας 

                      και  Τάκης  Κωστάκης.

 

   Κατάκοποι όλοι απ’ τη μεγάλη προσπάθεια στο παιχνίδι διαλέξαμε μια όμορφη, καταπράσινη γωνιά στην άκρη της λάκκας, πλάι σ’ ανθισμένους θάμνους και μυρωμένα μικρά ελατάκια, στρώσαμε το πρωτομαγιάτικο τραπέζι μας κι αρχίσαμε το φαγοπότι.
  Με το τέλος  του φαγητού ανακαθισμένοι στην καταπράσινη και δροσερή χλόη κλείσαμε το ραδιόφωνο κι αρχίσαμε το τραγούδι  με τη συνοδεία της κιθάρας του Τάκη.
   Κι αφού έτσι ολοκληρώσαμε όμορφα κι ελεύθερα τη μέρα μας μόνοι στο βουνό,  μακριά απ’ τους μεγάλους κι απ’ τις σχολικές μας υποχρεώσεις, αργά το απόγευμα μαζέψαμε τα πράγματά μας και πήραμε το δρόμο της επιστροφής.
   Κατεβαίνοντας λοξοδρομήσαμε λίγο προς την Καρυά για να επισκεφτούν τα δυο ξαδέρφια, ο Πανταζής και ο Δημήτρης τους θείους τους και τυχαία πέσαμε πάνω σε κάποιον περαστικό φωτογράφο, που απαθανάτισε τις στιγμές μας.
    Ο ήλιος κόντευε πια να δύσει, όταν αρχίσαμε να κατηφορίζουμε προς το χωριό χαρούμενοι κι ευχαριστημένοι, αλλά κι αντιμέτωποι με τη σκληρή πραγματικότητα: να κάνουμε μια επανάληψη των μαθημάτων μας, που φυσικά είχαμε ετοιμάσει απ’ την προηγούμενη μέρα, γιατί πρωί-πρωί την επόμενη οι καθηγητές μας θα είχαν απαιτήσεις.

 

                                                                    Γιάννης  Κατσικογιώργος

                                                                    Συνταξιούχος Δάσκαλος

                                                                               Χειμώνας του 2013   

                                                                    Μενίδι Αιτωλ/νίας

                                                                   

 

    (Εφημ. «ΑΓΝΑΝΤΑ ΑΡΤΑΣ» -αριθ. φύλ. 182 - σελ. 4 -https://agnanta.com.gr/)

 

 

                                           Αρχική σελίδα