(Φωτ. kalagias.weebly.com)

 

 ΕΚΕΙ ΣΤ΄ΑΠΟΣΚΙΑ ΤΟΥ . . . ΧΩΡΙΟΥ  

 

 

       ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΠΟΤΙΣΜΑ 

 

    Το καλοκαίρι είχε μπει για τα καλά. Τα καλαμπόκια και τα τριφύλλια του χωριού  ήταν στις δόξες τους κι είχαν ανάγκη από συχνό πότισμα.

    Ο υδρονομέας (νεροφόρο τον έλεγαν οι χωριανοί) φρόντιζε μέρα - νύχτα να τρέχει το νερό στ’ αυλάκι και να ποτίζουν «καθείς με την αράδα» - όπως λέει κι ο ποιητής - τα χωράφια και τους κήπους τους.

    Το πότισμα γινόταν σε εικοσιτετράωρη βάση. Την ημέρα επέβλεπε προσωπικά ο νεροφόρος να φτάνει το νερό στα κτήματα του καθενός, ενώ τη νύχτα, που σαν άνθρωπος κι αυτός θα’ πρεπε να ξεκουραστεί και να κοιμηθεί, είχε καθιερωθεί, ο προηγούμενος, όταν τέλειωνε το πότισμα, να διοχετεύει το νερό στο αυλάκι του επόμενου, που το είχε έτοιμο αποβραδίς, και να τον ξυπνάει, αν είχε κοιμηθεί, για ν’ αρχίσει το πότισμα.

    Έτσι κι εκείνο το Σαββατόβραδο, αφού είχε προχωρήσει αρκετά η νύχτα, ο Γιώργος ο Φλώρος τελειώνοντας το πότισμα των κτημάτων του διοχετεύει το νερό στο αυλάκι του γείτονά του, του Κώτσιου του Σκούτα και του χτυπάει την πόρτα:

   -Κώτσιοοο, ε Κώτσιο!

   -Έλα, ορέ! Τι είναι; απαντάει από μέσα ο Κώτσιος.

   -Έκοψα το νερό για το αυλάκι σου. Σήκω να πας να ποτίσεις.

   -Καλά, σηκώνομαι.

    Σηκώνεται κι ετοιμάζεται. Σε λίγο βγαίνει και κρατώντας με το’ να χέρι το τσαπί στον ώμο του και με τ’ άλλο το κλεφτοφάναρο απομακρύνεται και χάνεται ανάμεσα στα πανύψηλα καλαμπόκια.

    Το πότισμα θα διαρκούσε ένα δίωρο περίπου. Τελειώνοντας θα έστελνε το νερό στον επόμενο γείτονα και, αφού τον ξυπνούσε, θα επέστρεφε στη γυναίκα του, που  κοιμόταν στο σπίτι μόνη της, καθώς ήταν άκληροι, και θα συνέχιζε τον ύπνο του. 

    Ο Γιώργος ο Φλώρος, που από πολύν καιρό είχε βάλει στο μάτι τη γειτόνισσά του, τη γυναίκα του Κώτσιου,  βρήκε τώρα  την κατάλληλη ευκαιρία και δεν την άφησε να πάει χαμένη. 

    Αφού ξύπνησε το γείτονά του, δεν επέστρεψε στο σπίτι του, αλλά απομακρύνθηκε λίγο, κρύφτηκε πίσω από μια καλύβα και περίμενε στο σκοτάδι.

    Κι όταν βεβαιώθηκε πια ότι ο γείτονάς  του αμέριμνος είχε αφοσιωθεί στο πότισμα και θ’ αργούσε να επιστρέψει, πλησιάζει σιγά – σιγά στην πόρτα του, την ανοίγει (εκείνη την εποχή οι πόρτες σ’ όλο το χωριό ήταν ξεκλείδωτες), μπαίνει και κατευθυνόμενος αθόρυβα προς το στρώμα, που κοιμόταν η Κώτσαινα, ξαπλώνει δίπλα της . . .

    Πρωί - πρωί την άλλη μέρα, ξαπλωμένος ο Κώτσιος ακόμα στο στρώμα του,  ακούει την καμπάνα της εκκλησίας να χτυπάει κι απευθύνεται στη γυναίκα του, που στο μεταξύ είχε σηκωθεί και φρόντιζε το σπίτι:

   -Γυναίκα, ετοίμασέ μου τα ρούχα ν’ αλλάξω. Κυριακή σήμερα. Λέω να πάω στην εκκλησία.

    Η Κώτσαινα έκπληκτη γυρνώντας προς το μέρος του και κοιτάζοντάς τον επιτιμητικά:

   -Μ’ τι !  Ψες το βράδυ έβγαζες τα μάτια σου και σήμερα μου θέλεις εκκλησιά!

   Κι ο Κώτσιος, που από καιρό είχε υποψιαστεί τις διαθέσεις του γείτονά του και μάντεψε τι συνέβη, πετιέται απότομα επάνω ουρλιάζοντας:

   -Πω, πω! Τι λες, μωρή ;  Σε «ταχτοποίησε» χτες βράδυ ο Φλώρος, μωρήηη!

                                                                           

 

                                                                                Γιάννης Κατσικογιώργος

                                                                                Συνταξιούχος Δάσκαλος

                                                                                Άνοιξη του 2015

                                                                                Μενιδι Αιτωλ/νίας
                                                                              

                                                                                            

                      (Εφημ. «ΑΓΝΑΝΤΑ ΑΡΤΑΣ» - αριθ. φύλ. 191 - σελ. 4


 

                                Αρχική σελίδα