(Φωτ. Βάσω Μπαζούκα) 

 

ΕΚΕΙ ΣΤ' ΑΠΟΣΚΙΑ ΤΟΥ . . . ΧΩΡΙΟΥ

 

 

                  ΕΞΟΥΣΙΑ

 

    Άνθρωπος αγράμματος, αυστηρός, εκδικητικός και συνάμα πάρα πολύ απαιτητικός, αφού υποχρέωνε τις συζύγους όσων απ’ την περιοχή της αρμοδιότητάς του τον φιλοξενούσαν στα σπίτια τους να του φτιάχνουν πάντα πίτα με . . . σαράντα αυγά, ήταν ο Γιάννης ο Μπαρούτας, ο Διοικητής του Σταθμού Χωροφυλακής, στα παλιότερα τα χρόνια, κάποιας ορεινής περιοχής.

    Κι όσες δεν είχαν όλα αυτά τα αυγά – οι περισσότερες – θες από ντροπή, θες από φόβο, αναγκάζονταν, ακόμα και σε ακατάλληλες ώρες, να τριγυρνούν από γειτονιά σε γειτονιά για να τα συμπληρώσουν.

    Κάποτε ο Γιάννης ο Μπαρούτας, πριν ακόμα ξημερώσει, ξεκίνησε απ’ την έδρα του Σταθμού  με τα πόδια – δεν υπήρχαν ακόμα αμαξιτοί δρόμοι κι αυτοκίνητα στην περιοχή – έχοντας για συντροφιά κι έναν χωροφύλακα του Σταθμού, να επισκεφτεί την προϊσταμένη του Υπηρεσία, την Υπομοιραρχία (αργότερα Υποδιοίκηση και σήμερα Αστυνομικό Τμήμα),  με σκοπό να παραλάβει τους μισθούς των ανδρών του Σταθμού και τους δικούς του, να δει και τον προϊστάμενό του και να επιστρέψει.

    Η πορεία ήταν δύσκολη, κοπιαστική και θα διαρκούσε πολλές ώρες, γιατί η απόσταση μέχρι την έδρα της Υπομοιραρχίας, κάτω χαμηλά στην κωμόπολη του κάμπου, ήταν πολύ μεγάλη.

    Κατά το μεσημέρι περίπου φτάνει στον προορισμό του.

    Τακτοποιεί όλες του τις δουλειές και, απομεσήμερο πια, παίρνει το δρόμο της επιστροφής.

    Περπάτησε όλο το απόγευμα, ώσπου η νύχτα τον πρόλαβε σε κάποιο απ’ τα χωριά πριν την έδρα του.

   Μπαίνει στο πρώτο καφενείο, που συνάντησε, να πιει έναν καφέ, να ξεκουραστεί για λίγο και να συνεχίσει το δρόμο του.

    Εκεί όμως η τύχη το’ φερε να μπλεχτεί σε χαρτοπαίγνιο.

    Παίζοντας όλη τη νύχτα, χάνει στα χαρτιά όλα του τα χρήματα και στο τέλος, μη έχοντας τι άλλο να παίξει, παίζει και χάνει και τα τσαρούχια, που φορούσε.

    Χαράματα πια, ξυπόλυτος, παρέα πάντα με το συνοδό του χωροφύλακα, ξεκίνησε για την έδρα του, όχι φυσικά απ’ τον κεντρικό βατό δρόμο, που ένωνε τότε τα χωριά μεταξύ τους, αλλά από μικρά και στενά μονοπάτια, μακριά από σπίτια, μέσα από δάση και κακοτοπιές μην πάρει χαμπάρι κανένα μάτι την κατάντια του.

    Η μέρα είχε προχωρήσει αρκετά, όταν, φτάνοντας στην κορυφή ενός λόφου, βλέπει στην απέναντι πλαγιά τον άσπονδο εχθρό του, το Θανάση το Ζούκα, να καίει ρόγκι, δηλαδή να καίει ένα κομμάτι κομμένου δάσους για να το μετατρέψει σε χωράφι, και λέει κουνώντας εκδικητικά το κεφάλι του:

   -Κάψε, κερατά Ζούκα!  Αφού ο Μπαρούτας δεν έχει τσαρούχια να έρθει  να σε συλλάβει . . .

    Μετά από λίγες μέρες, αφού επιβεβαίωσε την παράβαση και παρήλθε το αυτόφωρο χωρίς να μπορέσει να συλλάβει το δράστη, αποφάσισε ν’ αναφέρει την παράβαση στην Προϊσταμένη του Αρχή.

    Κάθεται στο γραφείο του, παίρνει πέννα και χαρτί κι αρχίζει να συντάσσει την αναφορά του:

   -«Προς την Κυρίαν Υπομοιραρχίαν Χωροφυλακής . . .»

 

 

                                                                     Γιάννης Κατσικογιώργος

                                                                     Συνταξιούχος Δάσκαλος

                                                                     Καλοκαίρι του 2015

                                                                     Μενίδι Αιτωλ/νίας

 

 

                         (Εφημ. « ΑΓΝΑΝΤΑ ΑΡΤΑΣ » - αριθ. φύλ. 192 - σελ. 4)

 

 

                                                              Αρχική σελίδα