(Φωτ. melasoil.gr)

ΕΚΕΙ ΣΤ' ΑΠΟΣΚΙΑ ΤΟΥ . . . ΧΩΡΙΟΥ

 

 

       ΤΟ ΣΗΜΑΔΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

 

    Πρωί-πρωί, χαράματα, σηκώθηκε ο μπαρμπα-Στάθης απ΄το κρεβάτι , ετοιμάστηκε και ξεκίνησε για το λιοτόπι του, που βρισκόταν καμιά ώρα περίπου έξω απ’ το χωριό.

    Η γυναίκα του έλλειπε στην Αθήνα, κοντά στα παιδιά τους κι εκείνο το διάστημα έμενε μόνος του.

   Φτάνοντας κρέμασε την ομπρέλα και το μικρό του σακίδιο με το λιγοστό πρόχειρο φαγητό και το νερό σε μια ελιά, έριξε από πάνω το σακάκι του, άρπαξε απ’ το σωρό δίπλα ένα άδειο καφάσι  κι άρχισε να μαζεύει ελιές.

    Είχε γεμίσει  πια το καφάσι κι ετοιμαζόταν να πάρει το επόμενο, όταν άρχισε να βρέχει.

    Σταματάει το μάζεμα, φοράει το σακάκι και το σακίδιό του, ανοίγει την ομπρέλα και χώνεται κάτω από μια μεγάλη ελιά με πλούσιο φύλλωμα για να προφυλαχτεί, μέχρι να περάσει η βροχή.

    Πέρασε κάμποση ώρα και η βροχή όλο και δυνάμωνε. Κατάλαβε πια ότι η βροχή θα διαρκούσε πολύ και πήρε την απόφαση να σταματήσει το μάζεμα. Εξ άλλου, και να σταματούσε η βροχή, ήταν αδύνατο να συνεχίσει με τα δέντρα φορτωμένα νερά. Γι αυτό φορτώνεται το γεμάτο καφάσι και αποχωρεί.

    Λίγο πιο πέρα απ’ το λιοτόπι του ήταν το σπίτι του φίλου του, του Κώστα. Αφήνει το καφάσι με τις ελιές απ’ έξω και χτυπάει την πόρτα.

    Ο φίλος του τον υποδέχτηκε με χαρά, του πρότεινε να καθίσει να τον φιλέψουν κάτι και να τα πούνε, αλλ’ ο μπαρμπα-Στάθης προτίμησε να επιστρέψει στο σπίτι του, αφού παρακάλεσε το φίλο του να του στείλει το γεμάτο καφάσι με το γιο του, που είχε αυτοκίνητο και θα κατέβαινε το βράδυ στο χωριό.

    Βρέχοντας επιστρέφει στο σπίτι του ο μπαρμπα-Στάθης και μετά το μεσημεριανό φαγητό πέφτει στο κρεβάτι.

    Σε λίγο τον παίρνει ο ύπνος.

    Αφού κοιμήθηκε αρκετά, σηκώνεται, ετοιμάζεται γρήγορα-γρήγορα, γιατί είχε αργήσει, και ξεκινάει για το λιοτόπι.  Η βροχή είχε σταματήσει πια και ο καιρός βελτιώθηκε.

    Φτάνει στο λιοτόπι και αρχίζει πάλι το μάζεμα.

    Δεν είχε προλάβει ούτε καν μέχρι τη μέση να φτάσει το καφάσι και διαπίστωσε ότι αρχίζει να σουρουπώνει.

   -Μπα, τι συμβαίνει; Περίεργο! Πώς τέλειωσε τόσο γρήγορα η μέρα; αναρωτήθηκε και άρχισε να κοιτάζει ολόγυρα την περιοχή. Δεν άργησε να σιγουρευτεί πλέον ότι σε λίγο έρχεται η νύχτα.

    Ανήσυχος για τη μικρή διάρκεια της μέρας και μη μπορώντας να την εξηγήσει τοποθετεί το σχεδόν άδειο καφάσι κάτω από μια ελιά και βάζει πλώρη για το σπίτι του φίλου του του Κώστα.

    Χτυπάει την πόρτα και μπαίνει. Όλη η οικογένεια στο τραπέζι ακόμα. Μόλις είχε τελειώσει το βραδινό φαγητό.

   -Καλημέρα σας!

    Στο άκουσμα του καλημερίσματος τη βραδινή εκείνη ώρα όλοι αυθόρμητα ξέσπασαν σε γέλια, αλλ’ ο μπαρμπα-Στάθης αδιαφορώντας για την αντίδρασή τους συνέχισε:

   -Τι σημάδι του Θεού είναι τούτο σήμερα; Μέχρι καλά-καλά να ξημερώσει, νύχτωσε κιόλας! Ήρθα πρωί-πρωί για μάζεμα και, πριν προλάβω  να μαζέψω μισό καφάσι, πλάκωσε η νύχτα. Σπάω το κεφάλι μου και δεν μπορώ να δώσω εξήγηση. Τι να συμβαίνει  άραγε;

    Ο φίλος του ο Κώστας, που αμέσως μάντεψε την πραγματικότητα του λέει:

   -Τίποτα δε συμβαίνει, Στάθη. Η σημερινή μέρα είναι σαν όλες τις άλλες. Εδώ δεν ήσουν το πρωί και όταν έπιασε η βροχή, δεν μας έφερες το καφάσι με τις ελιές να σου το φέρει ο γιος μου το βράδυ; Κοίταξε πίσω σου. Το καφάσι είναι ακόμα εδώ. Θα σου το έφερνε σε λίγο ο γιος μου. Κοιμήθηκες, φαίνεται, το μεσημέρι και ξυπνώντας νόμισες ότι ξημέρωσε άλλη μέρα.

    Ο μπαρμπα-Στάθης ακούοντας τα λόγια του φίλου του και βλέποντας το καφάσι με τις ελιές έμεινε για λίγο σκεφτικός, ξανάφερε στη μνήμη του τα γεγονότα, και στο τέλος επανήλθε στην πραγματικότητα  χαμογελώντας και κουνώντας το κεφάλι του.

    Κι ο γιος του φίλου του χτυπώντας τον ελαφρά στον ώμο:

   -Άιντε τώρα, μπαρμπα-Στάθη, φόρτωσε το καφάσι στο αυτοκίνητο να φύγουμε για το χωριό!

 

                                                                              Γιάννης Κατσικογιώργος

                                                                              Συνταξιούχος Δάσκαλος

                                                                              Σεπτέμβριος 2016

                                                                              Μενίδι Αιτωλ/νίας

 

                  (Εφημ. «ΑΓΝΑΝΤΑ ΑΡΤΑΣ» - αριθ. φύλλου 196 - σελ. 4)

 

                               Αρχική σελίδα