(Φωτ. dim_papadias)

 

 ΕΚΕΙ ΣΤ’ΑΠΟΣΚΙΑ ΤΟΥ . . . ΧΩΡΙΟΥ

 

                   ΤΟ ΕΞΩΡΑΣΟ

 

    Από μέρες ο Χρήστος ο Κοφίνας ήθελε να κατέβει στην πόλη να τακτοποιήσει κάποιες εκκρεμείς υποθέσεις του, να κάνει λίγα ψώνια για το σπίτι του κι ιδιαίτερα  ένα μαύρο  ύφασμα για να ράψει η γυναίκα του καινούριο φόρεμα, που τόσο πολύ το είχε ανάγκη και καθημερινά το αποζητούσε, όσο πλησίαζε το πανηγύρι του χωριού.

    Πώς όμως να τα πραγματοποιήσει όλα αυτά, αφού ήταν τελείως απένταρος;

    Νύχτα-μέρα έστυβε το μυαλό του να βρει τρόπο ν’ αποκτήσει τα απαραίτητα χρήματα και, πανέξυπνος καθώς ήταν, δεν άργησε να βρει τη λύση:

    Παίρνει αμέσως χαρτί και μολύβι, γράφει ένα σύντομο γράμμα και σφραγίζοντάς το καλά το βάζει στην τσέπη του.

    Πρωί-πρωί την άλλη κιόλας μέρα αναχωρεί απ’ τ’ ορεινό χωριό του για την πόλη με σκοπό να υλοποιήσει τα παραπάνω.

    Η απόσταση ως την πόλη μεγάλη και η πορεία στο μεγαλύτερο μέρος της δύσκολη ανάμεσα σε απόκρημνους λόφους και λαγκαδιές, πυκνούς λόγγους και κακοτοπιές.

    Διανύοντας το μισό περίπου της διαδρομής φτάνει κατά το απομεσήμερο στο χωριό, που διέμενε ο ξάδερφός του ο Γιώργος ο Ντούλιας, στο σπίτι του οποίου σκόπευε να διανυκτερεύσει και το επόμενο πρωί  να συνεχίσει την πορεία του προς την πόλη.

    Ο ξάδερφός του τον υποδέχτηκε με χαρά και του πρόσφερε μια υπέροχη φιλοξενία.

    Την επομένη, μετά τον καφέ και το πρωινό, που του προσφέρθηκε, ευχαριστώντας για τη φιλοξενία και ανανεώνοντας το ραντεβού με την επιστροφή του, ξεκίνησε.

    Δεν είχε καν δρασκελίσει την αυλόπορτα του σπιτιού, οπότε γυρίζει απότομα προς τον ξάδερφό του και τη γυναίκα του, που στέκονταν στο κεφαλόσκαλο για να τον ξεπροβοδίσουν και χώνοντας το χέρι του στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του βγάζει ένα γράμμα.

   -Α, ευτυχώς που το θυμήθηκα και δεν το πήρα μαζί μου. Σου έχω εδώ ένα γράμμα απ’ το συγγενή σου τον παπα-Κώστα, του λέει κι επιστρέφοντας τού το παραδίδει.

   -Περίμενε μισό λεπτό, μη φεύγεις, να δούμε τι γράφει ο παππάς, τον παρακαλεί ο Ντούλιας.

    Κι αφού διάβασε το ολιγόλογο γράμμα:

   -Ο παπα-Κώστας μού γράφει να σου δώσω τρία κατοστάρικα για να του αγοράσεις στην πόλη ένα εξώρασο. Τι λες, θα τον εξυπηρετήσεις;

   -Τι λόγια είναι αυτά; Δε θα εξυπηρετήσω τον παπα-Κώστα, τον παππά του χωριού μου;

    Και τσεπώνοντας τα τρία κατοστάρικα, που του δίνει ο ξάδερφός του, τους αποχαιρετά και πάλι και ροβολάει χαρούμενος στον κατήφορο προς την πόλη, που διακρινόταν με την ανατολή του ήλιου αχνά πέρα μακριά στο βάθος του κάμπου.

    Νωρίς το απόγευμα είχε ήδη φτάσει στην πόλη.

    Τακτοποίησε τις υποθέσεις του, προμηθεύτηκε τα απαραίτητα για την οικογένειά του, αγόρασε και το μαύρο ύφασμα για τη γυναίκα του και κατά το μεσημέρι της επόμενης μέρας πήρε το δρόμο της επιστροφής.

    Πριν ακόμα σουρουπώσει χτυπάει την πόρτα του ξάδερφού του.

    Πέρασαν και πάλι ένα όμορφο βράδυ και το πρωί, που θα αναχωρούσε για το χωριό του, τον ρωτάει ο ξάδερφός του:

   -Τι έγινε με το εξώρασο του παππά; Το αγόρασες;

    Κι ο Χρήστος  σχίζοντας λίγο το χαρτί, με το οποίο ήταν τυλιγμένο το μαύρο ύφασμα, που είχε αγοράσει για τη γυναίκα του, τού  απαντάει:

   -Να, εδώ το έχω. Και το δείχνει στον ξάδερφό του.

    Την άλλη μέρα ξεκούραστος πια ο Χρήστος ο Κοφίνας με τα ρέστα απ’ τα τρία κατοστάρικα πίνει το ουζάκι του στο καφενείο της πλατείας του χωριού του χαμογελώντας ελαφρά και μουρμουρίζοντας:

   -Εις υγείαν των κορόιδων!

    Μετά από αρκετό καιρό, όταν ο Γιώργος ο Ντούλιας αντάμωσε τον παπα-Κώστα:

   -Με το συμπάθιο, παπα-Κώστα. Εκείνα τα τρία κατοστάρικα, που σου δάνεισα, δε μου τα έστειλες ακόμα. Σίγουρα τα ξέχασες.

   -Ποια κατοστάρικα; Πότε σου τα δάνεισα;

   -Δε μου έστειλες γράμμα με το Χρήστο τον Κοφίνα;

   -Εγώ; Όχι, ποτέ. Σε εξαπάτησε σίγουρα ο Κοφίνας.

    Κι ο Γιώργος ο Ντούλιας αφρίζοντας απ’ το κακό του:

   -Τον άτιμο, τον ελεεινό, τον παλιάνθρωπο, το λωποδύτη! Δε θα τον πετύχω πουθενά;  Θα του δείξω εγώ!

 

 

                                                                                             Γιάννης Κατσικογιώργος

                                                                                             Συνταξιούχος Δάσκαλος

                                                                                             Ιούνιος του 2017

                                                                                             Μενίδι Αιτωλ/νίας

 

                                                                                                             

                                (Εφημ. «ΑΓΝΑΝΤΑ ΑΡΤΑΣ» - αριθ. φύλ. 199 - σελ. 7)               

 

                                                                 Αρχική σελίδα