ΑΓΝΑΝΤΑ (Φωτ.vlemonias)

 

 

  ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ...ΜΑΘΗΤΙΚΕΣ

 

 

 

         Η ΚΑΤΣΙΚΟΥΛΑ ΜΑΣ

 

 

    Στο σπίτι που μέναμε, όταν φοιτούσαμε στο Γυμνάσιο Αγνάντων, η σπιτονοικοκυρά μας, η κυρα-Σπυριδούλα, είχε μια όμορφη καστανοκόκκινη κατσίκα και την έδενε στο κατώι του σπιτιού, που εκτός από κατοικία της κατσίκας το χρησιμοποιούσαμε και σαν αποθήκη.

     Εκεί είχαμε τα ξύλα για τη φωτιά, τις τροφές για την κατσίκα, το τσίγκινο δοχείο για το νερό, που τις περισσότερες φορές το κουβαλούσε η σπιτονοικοκυρά μας απ’ τη βρύση της γειτονιάς στο κεφάλι της, τις βεδούρες ή τα δοχεία με το τυρί και τα χαρτοκούτια με τα αυγά, που μας έστελναν οι γονείς μας απ’ το χωριό, το τσουβάλι με τ’ αλεύρι και τη σκάφη για το ζύμωμα, το καζάνι με τη σκάφη για το πλύσιμο, διάφορα μαγειρικά σκεύη και γεωργικά εργαλεία και ό,τι άλλο μπορούσε να βρίσκεται σε μια αποθήκη ενός χωριού εκείνη την εποχή.
    Δεμένη πάντα στην ίδια θέση μάς υποδεχόταν κάθε φορά, που μπαίναμε στο κατώι, μ’  ένα μικρό, χαμηλό βέλασμα κι εμείς της απαντούσαμε με κάποιο χαϊδευτικό. Ακόμα κι αν μασούσε το κλαρί της ή το χορτάρι της, σταματούσε για να μας υποδεχτεί.
     Ήταν από καλή ράτσα, έκανε κάθε χρόνο δυο-τρία κατσικάκια κι απ’ το πολύ το γάλα οι μαστοί της κόντευαν ν’ αγγίζουν στο έδαφος. Την άνοιξη πάντα το δροσερό ξινόγαλό της συντρόφευε στο τραπέζι μας τις νοστιμότατες λαχανόπιτες, που μας έφτιαχνε η σπιτονοικοκυρά μας.
    Τα πρωινά ακολουθούσε το κοπάδι με τις κατσίκες της γειτονιάς, που ο βοσκός οδηγούσε στη βοσκή και το μεσημέρι επέστρεφε τρέχοντας στο κατώι της.
    Όταν ο καιρός και η διάθεση μάς το επέτρεπαν, την παίρναμε κι εμείς τα απογεύματα  και  την οδηγούσαμε  στην εξοχή για να συμπληρώσει τη βοσκή της.
     Έτσι κι εκείνο το απόγευμα οι τέσσερις συγκάτοικοι και συμμαθητές: ο Νώντας ο Γαλαζούλας, ο Χρήστος ο Σκανδάλης, ο Γιώργος ο Τσίτσας κι ο υποφαινόμενος πήραμε την απόφαση να πάμε με την κατσίκα μας στην εξοχή.
    Ετοιμάσαμε γρήγορα-γρήγορα τις γραπτές μας εργασίες για την άλλη μέρα, πήραμε τα βιβλία μας και με την κατσίκα μας παρέα ξεκινήσαμε. Ήθελε πάντα να προπορεύεται κι εμείς δεν της χαλούσαμε ποτέ χατίρι. Την ακολουθούσαμε πάντα κρατώντας κάποιος το μακρύ σχοινί της.

                                                                                                                        

 

               Άνοιξη του 1960 σκάβοντας τον κήπο της σπιτονοικοκυράς μας. 'Από αριστερά:

               Γιάννης  Κατσικογιώργος,  Νώντας  Γαλαζούλας,  Γιώργος Τσίτσας και Χρήστος 

               Σκανδάλης.

 

    Βγήκαμε απ’ την αυλή, στρίψαμε δεξιά κι ακολουθήσαμε προς τα κάτω το μονοπάτι της κάτω συνοικίας του επάνω μαχαλά. Περάσαμε το σπίτι του Θοδωρή και του Κώστα Μπαλατσούκα, του παπα-Χριστόφορου και του Κίτσου Κράββαρη, της Λάμπρως του Τσιώλη,του Βασίλη Κράββαρη και του Γιώργου Τούμπουρου και φτάνοντας στο σπίτι της  Βδοκιάς του Μασσιαλή  στρίψαμε αριστερά και κατεβήκαμε στην απότομη χαράδρα που σχηματίζουν τα ενωμένα ρέματα, που κατεβαίνουν απ’ τα Παλιάμπελα κι απ’ το νεκροταφείο.
     Ανεβαίνοντας στη συνέχεια το στενό μονοπατάκι της απέναντι πλευράς της χαράδρας, ανάμεσα στις γυμνές κι επικίνδυνες μελίστρες, φτάσαμε έξω απ’ το εκκλησάκι της  Αγίας Παρασκευής και κατηφορήσαμε προς το «Αμπέλι» που ήταν ο τελικός μας προορισμός.
 
    Το «Αμπέλι» δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά πέντε-έξι ή και περισσότερα πετσούρια μισοκαλλιεργημένα, ιδιοκτησία της σπιτονοικοκυράς μας, παλιό αμπέλι, που το καλλιεργούσε, όσο ζούσε, ο πατέρας της κι έφτιαχνε-όπως μας έλεγε-γλυκό κρασί. Κάποια εγκαταλειμμένα εδώ κι εκεί κλήματα και μερικά γέρικα οπωροφόρα δέντρα-κυρίως συκιές-μαρτυρούσαν  την ύπαρξη του παλιού αμπελιού.                                                                                                             

    Φτάνοντας αφήσαμε ελεύθερη την κατσίκα μας να βοσκήσει κι εμείς διασκορπιστήκαμε δεξιά κι αριστερά, πιάσαμε ο καθένας μας από μια ήσυχη γωνιά  κι αρχίσαμε  να προετοιμάζουμε τα μαθήματα της επόμενης ημέρας.

    Η κατσικούλα μας έτρωγε λαίμαργα το χορτάρι και πότε-πότε σήκωνε το κεφάλι της για να βεβαιωθεί ότι ήμαστε κοντά της και δεν την εγκαταλείψαμε. Κάπου-κάπου μας χαιρετούσε μ’ ένα ελαφρό βελασματάκι.
    Όταν πια η ώρα είχε περάσει κι ο ήλιος πλησίαζε να βασιλέψει, η κατσίκα μας είχε χορτάσει κι εμείς είχαμε ολοκληρώσει τη μελέτη μας. Πιάσαμε και πάλι το σχοινί και αργά-αργά  ανηφορήσαμε επιστρέφοντας προς την Αγία Παρασκευή.
    Ακολουθώντας το μονοπάτι βρεθήκαμε έξω ακριβώς απ’ το εκκλησάκι και ξαφνικά βλέπουμε ψηλά μπροστά μας, επάνω στη στροφή του αμαξιτού δρόμου, τρεις- τέσσερις απ’ τους καθηγητές μας, που έκαναν τον απογευματινό τους περίπατο.
    Δεν τους χαιρετήσαμε, γιατί ήταν αρκετά μακριά μας και συνεχίσαμε το δρόμο μας.
    Την άλλη μέρα στο μάθημα των Θρησκευτικών ο Θεολόγος μας ο Χρήστος ο Καράμπαλης:
   -Χθες το απόγευμα είδα μερικούς από σας, που γύριζαν με τα βιβλία τους και με μια κατσίκα απ’ την εξοχή. Μπράβο τους! «Το τερπνόν μετά του ωφελίμου!». Και το γάλα και το διάβασμα στην εξοχή.
    Κι απευθυνόμενος σ’ εμένα χαμογελώντας:
   -Έτσι δεν είναι, Κατσικογιώργο;
   -Μάλιστα, κύριε καθηγητά, απάντησα εγώ ανταποδίδοντάς του το χαμόγελο κι έχοντας συγκεντρώσει επάνω μου τα μάτια όλης της τάξης. 

 

                                                                          Γιάννης Κατσικογιώργος

                                                                          Συνταξιούχος Δάσκαλος

                                                                          Φθινόπωρο 2012

                                                                          Μενίδι Αιτωλ/νίας

                                                                         

 

   (Εφημ. «ΑΓΝΑΝΤΑ ΑΡΤΑΣ»  - αριθ. φύλ. 180 - σελ. 4 - https://agnanta.com.gr/)

                                                                                                                   

 

                                                    Αρχική σελίδα