ΑΓΝΑΝΤΑ (Φωτ.Τhanassis Nikolos)

 

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ...ΜΑΘΗΤΙΚΕΣ

 

 

             ΕΚΛΟΓΕΣ 1961

  

     Παρασκευή πριν απ’ τις Βουλευτικές Εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961 και τα μαθήματα στο Γυμνάσιο Αγνάντων σταμάτησαν, για να ξαναρχίσουν πάλι την Τρίτη μετά τις Εκλογές, αφού το Γυμνάσιο θα λειτουργούσε ως Εκλογικό Τμήμα της Κοινότητας των Αγνάντων

   Απρόσμενη τριήμερη ξεκούραση για τους μαθητές κι εμείς, που καταγόμαστε απ’ την  Κυψέλη, ένα απ’ τα πιο απομακρυσμένα από τ’ Άγναντα χωριά, και δεν πηγαίναμε κάθε Σάββατο στο χωριό μας, όπως τα παιδιά των άλλων κοντινών χωριών, αλλά μόνο τις διακοπές, μια και ο καιρός ήταν ωραιότατος, πήραμε την απόφαση να επισκεφτούμε τα σπίτια μας.   Με τους σχεδόν αδειανούς τορβάδες μας στους ώμους ξεκινήσαμε με τα πόδια για τα πατρικά μας.

   Μετά από πέντε-έξι ώρες πορεία φτάνουμε στους δικούς μας, που ξαφνιάστηκαν, μόλις μας είδαν, γιατί δε μας περίμεναν.

   Όμορφα και ξεκούραστα περνούσε το Σαββατοκύριακο, όταν κατά το μεσημέρι της Κυριακής ξαφνικά μαθαίνουμε πως ο συγχωριανός μας ο Βαγγέλης ο Κουτσοσπύρος, που με το «καρναβαλάκι» του Λεμονιά εκτελούσε το δρομολόγιο Άρτα-Άγναντα, είχε κατέβει από τ’ Άγναντα στο χωριό με το τζιπ του γιατρού, του Μαλάμου, για να ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα και πως το απόγευμα θα επέστρεφε στ’ Άγναντα.

   Ευκαιρία λοιπόν να μας πάρει μαζί του και να γλιτώσουμε έτσι την πεζοπορία της επομένης.

   Φυσικά άνθρωπος καλοσυνάτος κι εξυπηρετικός ο Βαγγέλης, που μας αγαπούσε όλους σαν παιδιά του και ποτέ δε μας χαλούσε χατίρι, δέχτηκε πρόθυμα να μας πάρει μαζί του.

   Στοιβαχτήκαμε, λοιπόν, καμιά δεκαριά περίπου μαθητές στο μικρό αυτοκίνητο με τους γεμάτους πια με τρόφιμα τορβάδες μας και ξεκινήσαμε.

   Πολλά τα παιδιά, λιγοστός ο χώρος στο μικρό αυτοκίνητο και η κατάσταση σχεδόν αποπνικτική.

   Τι να κάναμε όμως; Η πολύωρη πεζοπορία που αποφεύγαμε ήταν ακόμα χειρότερη.

   Το τζιπ, παλιό μεν, απ΄ αυτά που ο Στρατός είχε εκποιήσει, αλλά δυνατό και ανθεκτικό, προχωρούσε, χωρίς να υπολογίζει το παραμικρό εμπόδιο ή το υπερβολικό βάρος στο χωμάτινο δρόμο της εποχής.

   Ευτυχώς, που δεν είχαν πιάσει ακόμα οι μεγάλες βροχές και οι πλημμύρες και ο δρόμος βρισκόταν σε αρκετά καλή κατάσταση.

   Όλα πήγαιναν καλά ώσπου, περνώντας τη διασταύρωση του  Σκοτωμένου, λίγο πιο πέρα απ΄ το εκκλησάκι των Αγίων Αποστόλων, ξαφνικά το αυτοκίνητο σβήνει και σταματά.

   Όλοι ανησυχήσαμε. Τι να είχε συμβεί;

               

                       Σχολ. έτος 1960-1961 στη βρύση της γειτονιάς μας. Από αριστερά:

                       Γιώργος Τσιρώνης, Γιώργος Τσίτσας και Γιάννης Κατσικογιώργος.  

 

   -Μείναμε από βενζίνη, μας λέει ο οδηγός.

   -Και τώρα τι γίνεται;

   -Να κατέβουν δυο απ’ τους μεγάλους και να σπρώξουν μέχρι να πάρουμε την κατηφόρα για τη Σγάρα, ξαναλέει ο οδηγός.

    Κατεβαίνουμε εγώ κι ο Νώντας ο Γαλαζούλας και αρχίζουμε το σπρώξιμο στον ομαλό και σχεδόν ίσιο σ’ εκείνο το σημείο χωματόδρομο.

    Φτάνοντας στην αρχή της κατηφόρας σταματάει ο οδηγός και μας καλεί να μπούμε ξανά στο τζιπ.

    Εμείς όμως προτιμήσαμε να κρατηθούμε όρθιοι απέξω, στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, πατώντας σε μια γερή σιδερένια βάση, αποφεύγοντας έτσι τη δύσκολη κατάσταση του εσωτερικού και όντας ταυτόχρονα σε ετοιμότητα, αν χρειαζόταν, να ξανασπρώξουμε πιο κάτω.

    Έτσι κατεβήκαμε σιγά-σιγά στη Σγάρα και αράξαμε έξω από το καφενεδάκι του Αντώνη του Γραβιά.

    Δυο από μας στη συνέχεια, με υπόδειξη του οδηγού, πέρασαν την παλιά πέτρινη γέφυρα, πήγαν απέναντι σε κάποιο σπίτι, που λειτουργούσε το μοναδικό τηλέφωνο του συνοικισμού και τηλεφώνησαν στ’ Άγναντα να μας φέρουν βενζίνη για να συνεχίσουμε.

    Είχε νυχτώσει πια. Η ώρα πέρασε μέσα στο καφενείο του μπαρμπα-Αντώνη χωρίς να το καταλάβουμε, όταν είδαμε απέναντι, ψηλά , κοντά στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, ένα φως να κινείται προς τα κάτω.

    Σωστά μαντέψαμε. Ήταν η βοήθεια, που περιμέναμε.

    Σε λίγο να και καταφτάνει ο Κώστας ο Αηδόνης με ένα γαλόνι βενζίνη.Τον υποδεχτήκαμε με χαρά και με ζωηρά χειροκροτήματα.

    Μπαίνουν όλοι στο αυτοκίνητο. Ο Κώστας, φυσικά, σαν μεγαλύτερος και κουρασμένος απ’ την πεζοπορία κάθεται στη θέση του συνοδηγού, εγώ κι ο Νώντας όρθιοι απέξω στο πίσω μέρος – το είχαμε συνηθίσει πλέον και μας άρεσε – και ξεκινήσαμε.

    Το τζιπ, που δεν υπολόγιζε καθόλου το επιπλέον φορτίο, συνέχιζε ακούραστα το δρόμο του στο σκοτάδι.

    Είχαμε περάσει πια το εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου Αγνάντων και στην πρώτη στροφή πριν από το μικρό πέτρινο γεφυράκι, πλάι στο σπίτι του Βασίλη Τάτση, ξαφνικά το αυτοκίνητο σταματάει.

    Όλοι ξαφνιαστήκαμε. Τι συνέβη πάλι;

   -Πάρτε τα πράγματά σας και δρόμο για τα σπίτια σας, γιατί, αν μας πάρει χαμπάρι ο γιατρός, θα έχουμε μπλεξίματα . . . 

 

 

                                                                                              Γιάννης Κατσικογιώργος

                                                                                              Συνταξιούχος Δάσκαλος

                                                                                              Φθινόπωρο του 2013

                                                                                              Μενίδι Αιτωλ/νίας

                                                                                            

 

         (Εφημ. «ΑΓΝΑΝΤΑ ΑΡΤΑΣ» - αριθ. φύλ. 185 - σελ. 4 - https://agnanta.com.gr/)

 

 

                                                                                   Αρχική σελίδα