ΑΓΝΑΝΤΑ (Φωτ. cheynne)

 

 

  ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ...ΜΑΘΗΤΙΚΕΣ

 

 

 

  Η ΠΡΩΤΗ ΜΟΥ «ΓΝΩΡΙΜΙΑ»

 

                    ΜΕ ΤΟ

 

    ΧΡΗΣΤΟ ΤΟΝ ΜΠΟΝΙΑΚΟ

 

 

  Άνοιξη του 1960 .Τρίτη τάξη του Γυμνασίου Αγνάντων στη νεόδμητη τότε ανατολική αίθουσα του ορόφου.

     Ο φιλόλογός μας, ο Λουκάς ο Κούσουλας, ήταν στο κρεβάτι με κάποια ανοιξιάτικη ίωση, που τον ταλαιπωρούσε για δυο-τρεις μέρες.

  [Τον είχαμε επισκεφτεί ένα βράδυ η παρέα των συγκάτοικων συμμαθητών και θυμάμαι ακόμα το μαγνητόφωνο που είχε - άγνωστο για την εποχή στα Άγναντα - και μαγνητοφωνούσε τα όσα λέγαμε κι ύστερα  τ’ ακούγαμε….]

   Σε κάποια διδακτική ώρα, που είχαμε μάθημα με τον απουσιάζοντα καθηγητή μας, μπήκαμε  στην αίθουσα και περιμέναμε να δούμε, αν θα τον αναπληρώσει κάποιος άλλος καθηγητής, που θα είχε κενή ώρα και ποιος.

   Σε λίγο ο επιμελητής της τάξης, που στεκόταν, όπως πάντα, στην πόρτα και υποδεχόταν τον καθηγητή, μας κάνει νόημα να σταματήσουμε τη συνήθη φασαρία , γιατί κάποιος καθηγητής ερχόταν.

   Κάνουμε ησυχία, περιμένουμε, και να σου, μπαίνει στην αίθουσα ο Μπονιάκος!

   Η πρώτη του λέξη ήταν «καθίστε!», καθώς υποδεχόμαστε πάντοτε σ' ένδειξη σεβασμού τους καθηγητές μας όρθιοι.

   Τον Μπονιάκο τον γνωρίζαμε μόνο εξ όψεως. Ποτέ άλλοτε δεν είχε διδάξει στην τάξη μας.Είχαμε ακούσει πάρα πολλά απ’ τους μαθητές των μεγαλυτέρων τάξεων, που σ’ αυτές πάντα δίδασκε, για τον τρόπο που δίδασκε, για τις πολλές γνώσεις που είχε, για τη μεγάλη βιβλιοθήκη που διέθετε, αλλά κυρίως για τον τρόπο που μιλούσε προς του μαθητές και τις απίθανες ατάκες του, που προκαλούσαν γέλιο στην τάξη.

   Αφού ενημερώθηκε απ’ τον επιμελητή για το μάθημα της ώρας εκείνης, άρχισε η διδασκαλία.

   Καθόμουν στο αριστερό μέρος του προτελευταίου θρανίου της μεσαίας πτέρυγας. Σε κάποια στιγμή κι ενώ το μάθημα είχε προχωρήσει αρκετά, θες γιατί καθόμαστε στριμωγμένοι ανά τρεις σε κάθε θρανίο, θες γιατί τα θρανία ήταν μικρά για την ηλικία μας-ήμουν άλλωστε και αρκετά ψηλός-βγάζω το αριστερό μου πόδι έξω απ’ το θρανίο να πατάει κάτω στο δάπεδο.  

   Δεν περνάει πολλή ώρα κι ακούω τον Μπονιάκο, που σπάνια καθόταν,  αλλά προτιμούσε να πηγαινοέρχεται μπροστά απ’ την έδρα και το βάθρο του πίνακα με το βιβλίο στο ένα χέρι και τα γυαλιά του στο άλλο, ν’ απευθύνεται σε μένα:

  -Έι, εσύ εκεί κάτω… Μάζεψε το πόδι σου μέσα στο θρανίο!

   Αμέσως υπακούω. Τραβώ το πόδι μου μέσα στο θρανίο και ταυτόχρονα, χωρίς να το θέλω, εντελώς ασυναίσθητα, σκύβω αριστερά και κοιτάζω κάτω προς το πόδι μου και το δάπεδο.

   Τι ήταν να κάνω την κίνηση αυτή!

  -Τι κοιτάς, ορέ; Δεν έχεις την αίσθηση του ποδιού σου και κοιτάς να δεις αν μαζεύτηκε; με  κεραυνοβόλησε ο Μπονιάκος.

   Η τάξη ξέσπασε σε ασυγκράτητα γέλια, όλοι γύρισαν γελώντας προς το μέρος μου, ο Μπονιάκος χαμογελούσε κι αυτός για την ατάκα του κι εγώ κατακόκκινος απ΄ την ντροπή μου έσκυψα στο θρανίο και προτιμούσα τη στιγμή εκείνη ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί.

   Τελικά, να επηρέαζε ή όχι η θέση του ποδιού μου την όλη εξέλιξη του μαθήματος;

   Την απάντηση, φυσικά, μόνο ο Μπονιάκος θα μπορούσε να μας τη δώσει.

                       

                                                                           Γιάννης Κατσικογιώργος

                                                                           Συνταξιούχος Δάσκαλος

                                                                           Άνοιξη του 2011

                                                                           Μενίδι Αιτωλ/νίας

                                                                          

 

   (Εφημ. «ΑΓΝΑΝΤΑ ΑΡΤΑΣ» - αριθ. φύλ. 175 - σελ. 9 - https://agnanta.com.gr/)

 

                                                Αρχική σελίδα