(Φωτ. Δημ. Τσάμης)


 

  ΕΚΕΙ ΣΤ ' ΑΠΟΣΚΙΑ ΤΟΥ . . . ΧΩΡΙΟΥ

 

 

     ΤΟ ΛΙΠΑΣΜΑ ΚΙ Ο ΓΑΪΔΑΡΟΣ

 

 

     Δεν είχε ξημερώσει καλά-καλά ακόμα εκείνο το κυριακάτικο πρωινό, όταν ο μπαρμπα-Κωσταντής - γνωστός σ’ όλο το χωριό για την παροιμιώδη αφηρημάδα του - πήρε το γαϊδουράκι του και ξεκίνησε για το μεθεπόμενο χωριό να προμηθευτεί δυο σακιά λίπασμα για τα κτήματά του.

    Μετά από πεζοπορία δύο περίπου ωρών φτάνει στον προορισμό του, δένει το γάιδαρο σ’ ένα δέντρο πίσω από το κτίριο, του ρίχνει το ξερό τριφύλλι, που είχε φέρει μαζί του για να φάει και μπαίνει στο πρατήριο.

    Παίρνει τα λιπάσματα, τα τοποθετεί προσωρινά σ’ ένα πεζούλι απέξω και κατευθύνεται προς το κοντινό καφενείο του χωριού να πιει έναν καφέ, να ξεκουραστεί για λίγο και να πάρει πάλι το δρόμο της επιστροφής.

    Με το που μπήκε στο καφενείο, όλοι τον υποδέχτηκαν με χαρά - ήταν γνωστός στο χωριό   εκείνο -  και προθυμοποιήθηκαν να τον κεράσουν.

    Κι εκεί που ο μπαρμπα-Κωσταντής έπινε το καφεδάκι του και συζητούσε με τους χωριανούς, μπαίνει ξαφνικά ο οδηγός ενός απ’ τα μικρά λεωφορεία, τα «καρναβαλάκια», που εκτελούσαν τότε τη συγκοινωνία στην περιοχή και βλέποντάς τον λέει:

    -Βρε, ο μπαρμπα-Κωσταντής εδώ; Ποιος καλός άνεμος σ’ έφερε;

    -Ήρθα να πάρω λίπασμα για τα χωράφια.

 

 

 

    Κάθεται στο τραπέζι δίπλα του, συνεχίζουν τη συζήτηση, πίνουν κι από κάνα δυο ουζάκια και σαν προχώρησε η ώρα ο οδηγός του λέει:

   -Τυχερός είσαι, μπαρμπα-Κωσταντή. Πάω με το λεωφορείο για πάνω. Παίρνουμε και το λίπασμα και πάμε παρέα.

    Συμφώνησε κι ο μπαρμπα-Κωσταντής, σηκώθηκαν, χαιρέτησαν και βγήκαν.

    Φόρτωσαν τα λιπάσματα στο  «καρναβαλάκι» και ξεκίνησαν.

    Πες το ένα, πες το άλλο σ’ όλη τη διαδρομή, η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβουν και το λεωφορείο σταματάει ακριβώς πάνω απ’ το σπίτι του μπαρμπα-Κωσταντή.

    Κατεβάζουν τα λιπάσματα, αποχαιρετιούνται  και ο οδηγός συνεχίζει το δρόμο του.

    Χαρούμενος ο μπαρμπα-Κωσταντής, που γλίτωσε τόση πεζοπορία, βάζει μια φωνή προς τα κάτω, προς το σπίτι του:

    -Κωσταντέσιααα!  Ε, Κωσταντέσια!

    Με το άκουσμα της φωνής βγαίνει απ’ το σπίτι η γυναίκα του και του αποκρίνεται:

    -Τι θέλεις, Κωσταντή;

    -Φέρε το γάιδαρο απάνω να κατεβάσουμε κάτω τα λιπάσματα.

    -Τον κακό σου τον καιρό, Κωσταντή. Τι τον έκαμες το γάιδαρο;

    Κι ο μπαρμπα-Κωσταντής χτυπώντας με την παλάμη του το μέτωπό του:

    -Φτου, να πάρει η οργή . . . Τον ξέχασα στο πρατήριο!

   

 

                                                                                    Γιάννης Κατσικογιώργος

                                                                                    Συνταξιούχος Δάσκαλος

                                                                                    Άνοιξη του 2014

                                                                                    Μενίδι Αιτωλ/νίας

 

 

   (Εφημ. «ΑΓΝΑΝΤΑ ΑΡΤΑΣ»  - αριθ. φύλ. 187 - σελ. 4   - https://agnanta.com.gr/)  

 

 

                                              Αρχική σελίδα